αναβροχιά

αναβροχιά
η отсутствие дождей, засуха;

στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι — посл, при засухе и град хорош (ср. на безрыбье и рак рыба)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναβροχιά" в других словарях:

  • αναβροχιά — η έλλειψη βροχής, ανομβρία: Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναβροχιά — και ανεβροχιά, η έλλειψη βροχής, ανομβρία, ξηρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βροχή] …   Dictionary of Greek

  • αβροχιά — και αναβροχιά, η (Α ἀβροχία) [άβροχος] έλλειψη βροχής, ανομβρία, ανυδρία, ξηρασία …   Dictionary of Greek

  • ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ …   Dictionary of Greek

  • ανεβροχιά — η η αναβροχιά, η ανομβρία …   Dictionary of Greek

  • ανομβρία — η (Α ἀνομβρία) [άνομβρος] έλλειψη βροχής, ξηρασία, αναβροχιά …   Dictionary of Greek

  • αβροχιά — αβροχιά, η και αναβροχιά, η έλλειψη βροχής, ανομβρία, ξηρασία: Η αβροχιά κατάστρεψε τα σπαρτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανομβρία — η η αναβροχιά, η έλλειψη βροχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανυδρία — η αναβροχιά, ξηρασία: Μεγάλη ανυδρία και η φετινή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»